- φραχτή
- η, Νναυτ. βλ. φρακτή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραχτή — η (ναυτ.), καθένα από τα υδατοστεγή διαφράγματα των πλοίων, ο μπουλμές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίφραξη — η / περίφραξις, άξεως, ΝΜ [περιφράσσω] η κατασκευή φράχτη ολόγυρα, η περίκλειση με φράχτη … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
φραχτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να περιφραχτεί, να κλειστεί ολόγυρα με φράχτη. 2. ο περιφραγμένος, ο κλεισμένος ολόγυρα με φράχτη. 3. το ουδ. εν. ως ουσ., φραχτό το περιφραγμένο κτήμα ή μέρος κτήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
ακαλάμωτος — η, ο [καλαμώνω] 1. (σιτηρά) εκείνος που δεν έχει κάνει καλάμι, άγουρος «το κριθάρι είναι ακόμα ακαλάμωτο» 2. (τοίχος, διβάρι) χωρίς καλάμια, χωρίς φράχτη από καλάμια 3. αυτός που δεν τοποθετήθηκε και δεν δέθηκε προσεχτικά σε περίβλημα από καλάμια … Dictionary of Greek
αναφράσσω — ἀναφράσσω (Α) φράζω κάποιον χώρο, αποκλείω με φράχτη … Dictionary of Greek
ανεπίφρακτος — ἀνεπίφρακτος, ον (Μ) [επιφράσσω] αυτός που δεν έχει προστατευτικό φράχτη … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek